- τζίτζιφο
- και τζίντζυφο και τζίτζυφο, το, Νβοτ. ο καρπός τή τζιτζιφιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. τ. τού αρχ. ζίζυφον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τζίτζιφο — το ο καρπός της τζιτζιφιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τζίντζυφο — το, Ν βοτ. βλ. τζίτζιφο … Dictionary of Greek
τζίτζυφο — το, Ν βοτ. βλ. τζίτζιφο … Dictionary of Greek
τζιτζιφιά — Φυτό της οικογένειας των ραμνιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται μάλλον από την Κίνα, αλλά εγκλιματίστηκε στις θερμότερες ζώνες της νότιας Ευρώπης· στην Ελλάδα συναντάται ημιαυτοφυές ή καλλιεργείται ως θάμνος ή ως δενδρύλλιο ύψους 3 5 μ.· οι καρποί… … Dictionary of Greek